- παρεμφαίνω
- ΝΑ [εμφαίνω]φανερώνω κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο («τὴν αὑτοῡ παρεμφαῑνον ὄψιν», Πλάτ.)νεοελλ.υποδηλώνω, υποσημαίνωαρχ.1. δηλώνω, δείχνω, παρουσιάζω («κακοἡθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί», Πλούτ.)2. (για οσμή) μοιάζω («παρεμφαίνειν ὀσμήν τίνος» — έμοιαζε με οσμή, Διοσκ.)3. δηλώνω με έμφαση, τονίζω ιδιαιτέρως («παρεμφαίνων τὸν νοῡν», Διογ. Λ.)4. μέσ. παρεμφαίνομαιεμφανίζομαι παρεμπιπτόντως, τυχαία5. (για νερό) ανακλώ τα αντικείμενα.
Dictionary of Greek. 2013.